Παρά τις προσπάθειές τους, οι επιστήμονες δεν έχουν κατορθώσει να εντοπίσουν τα γονίδια που καθοδηγούν την... ψήφο μας
Οσοι προσπαθούν να χειραγωγήσουν το εκλογικό σώμα μάλλον δεν θα βρουν βοήθεια από τη γενετική
Οποιος είναι αρκετά μεγάλος για να θυμάται τις εκλογικές αναμετρήσεις στις δεκαετίες του '80 και του '90 δεν χρειάζεται άλλα πειστήρια για να βεβαιωθεί ότι το πάθος υπερτερούσε της λογικής. Και σήμερα όμως που οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης έχουν πέσει αισθητά σε σχέση με το παρελθόν και οι τελευταίες προεκλογικές ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων δεν συγκεντρώνουν τα πλήθη που συγκέντρωναν παλιά, η συζήτηση περί πολιτικής μπορεί να εξάψει τα πνεύματα περισότερο από οποιοδήποτε άλλο θέμα. Κοντολογίς, ένα από τα δυσκολότερα εγχειρήματα είναι να πείσει κανείς τον συνομιλητή του να αλλάξει πολιτικές πεποιθήσεις χρησιμοποιώντας λογικά επιχειρήματα. Τι συμβαίνει λοιπόν με την πολιτική; Πώς την έχουμε αναγάγει σε ένα είδος θρησκείας όπου η «πίστη» είναι συχνά ισχυρότερη της λογικής;
Ως πολύ πρόσφατα οι κοινωνιολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες απέδιδαν την πολιτική ιδεολογία μας στο περιβάλλον μας: στην ανατροφή μας, στην εκπαίδευσή μας, στα βιώματά μας. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, όμως, μια σειρά άρθρα που εμφανίστηκαν σε διάφορες επιστημονικές επιθεωρήσεις κάνουν λόγο για τη γενετική βάση των πολιτικών ιδεών μας. Βεβαίως κανείς δεν πηγαίνει το θέμα τόσο μακριά ώστε να ισχυριστεί ότι υπάρχουν δεξιά, κεντρώα και αριστερά γονίδια! Ενας τέτοιος ισχυρισμός θα σήμαινε ότι όλοι οι οπαδοί ενός κόμματος θα είχαν κοινά γονίδια και πως ο καθένας από εμάς θα ψήφιζε πάντοτε το ίδιο κόμμα! Επειδή προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει και επειδή δεν είναι εύκολο να εξορίσουμε την ελεύθερη βούληση από τα ιδεολογικά μας πιστεύω, είναι απορίας άξιον πώς προέκυψαν τα εν λόγω άρθρα.
Τα μυστικά των διδύμων
Ολα άρχισαν με μελέτες ομοζυγωτικών και μη διδύμων. (Οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι διαθέτουν ακριβώς το ίδιο γενετικό υλικό, ενώ το γενετικό υλικό των μη ομοζυγωτικών διδύμων ταυτίζεται σε ποσοστό περίπου 50%.) Οι δίδυμοι, ομοζυγωτικοί και μη, έχουν συνήθως κοινή ανατροφή. Αυτό τους καθιστά ιδανικούς για συμπεριφορικές μελέτες στις οποίες το ζητούμενο είναι ο υπολογισμός της περιβαλλοντικής και της γενετικής συνιστώσας στην ανάπτυξη συγκεκριμένων συμπεριφορών. Με αυτό το σκεπτικό στα μέσα της δεκαετίας του 1980 αυστραλοί ερευνητές συνέκριναν ομοζυγωτικούς και μη διδύμους ως προς τις πολιτικές πεποιθήσεις τους. Οι δίδυμοι που επιλέχθηκαν να λάβουν μέρος στη μελέτη είχαν μεγαλώσει μαζί διασφαλίζοντας ότι είχαν τις ίδιες περιβαλλοντικές επιρροές. Από τη μελέτη προέκυψε ότι οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι είχαν συχνότερα τις ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις σε σχέση με τους μη ομοζυγωτικούς διδύμους. Το εύρημα οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το ταυτόσημο γενετικό υλικό των ομοζυγωτικών διδύμων είχε συμβάλει στην ανάπτυξη ταυτόσημων πολιτικών πεποιθήσεων.
Το άρθρο των αυστραλών επιστημόνων αγνοήθηκε για περισσότερο από 15 χρόνια. Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας όμως ανακαλύφθηκε από πολιτικούς επιστήμονες του Πανεπιστημίου Rice στο Τέξας, οι οποίοι ανέλυσαν για μία ακόμη φορά τα δεδομένα του προσθέτοντας παράλληλα αντίστοιχα δεδομένα από μελέτες με ομοζυγωτικούς και μη διδύμους που διενεργήθηκαν στις ΗΠΑ αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες. Παρά το γεγονός ότι όλες οι μελέτες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι εμφάνιζαν ταυτόσημες πολιτικές απόψεις σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σχέση με τους μη ομοζυγωτικούς διδύμους, οι μελέτες αμφισβητήθηκαν.
Θολή η γενετική συνιστώσα
Η αμφισβήτηση βασίστηκε σε μια ενδογενή αδυναμία που ενέχεται σε όλες τις συμπεριφορικές μελέτες αυτού του τύπου. Η βασική υπόθεση της κοινής περιβαλλοντικής συνιστώσας αποτελεί το αδύνατο σημείο τους και δικαίως: όσο κοινό και αν είναι το περιβάλλον, δεν είναι ποτέ ακριβώς το ίδιο. Επιπροσθέτως, με δεδομένο ότι δάσκαλοι, φίλοι και γονείς τείνουν να αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο τους ομοζυγωτικούς διδύμους (που συχνά δεν μπορούν καν να ξεχωρίσουν), αλλά δεν κάνουν το ίδιο με τους μη ομοζυγωτικούς, η απόδοση όλων των παρατηρούμενων διαφορών μεταξύ ομοζυγωτικών και μη διδύμων στη γενετική είναι ίσως υπερβολή. Τέλος, όσο μεγάλη και αν βρεθεί να είναι η γενετική συνιστώσα, συνήθως δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γονίδιο που να τη δικαιολογεί.
Αυτές τις ελλείψεις προσπάθησαν να καλύψουν πολύ πρόσφατες μελέτες οι οποίες αφορούσαν γονίδια που εμπλέκονται στην όσφρησή μας, καθώς επίσης και στον έλεγχο νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη. (Η όσφρηση προκαλεί έντονα συναισθήματα, από χαλάρωση και δεκτικότητα ως απαρέσκεια ή απέχθεια, ενώ οι νευροδιαβιβαστές ελέγχουν ποικίλες αντιδράσεις μας.)
Καθώς οι ερευνητές διαπίστωναν ότι η συλλογιστική τους δεν τους οδηγούσε σε ασφαλή συμπεράσματα, αποφάσισαν να αφήσουν κατά μέρος τα μεγαλεπήβολα σχέδια και να εστιάσουν σε περισσότερο μετρήσιμες παραμέτρους. Ετσι, αντί να μελετούν την επίδραση της γενετικής στις πολιτικές πεποιθήσεις, αποφάσισαν να περιορίσουν τη μελέτη σε ένα και μόνο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, στο πόσο ανοιχτοί στις αλλαγές είμαστε, και από αυτό να εξαγάγουν συμπεράσματα για την πολιτική ιδεολογία.
Ανοιχτοί στις αλλαγές
Προφανώς ο περιορισμός στο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό δεν είναι τυχαίος: οι ερευνητές αποδέχθηκαν ότι τα άτομα που δεν φοβούνταν την αλλαγή έτειναν να είναι φιλελεύθερα, ενώ τα άτομα που εξέφραζαν φόβους για τις κοινωνικές αλλαγές έτειναν να είναι ψηφοφόροι των συντηρητικών παρατάξεων. Περιττό να πούμε πως ούτε αυτή η θεώρηση έδωσε τους απαραίτητους καρπούς: μπορεί τα δεξιά κόμματα να ονομάζονται συντηρητικά αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι τους αντιτίθενται πάντοτε στις κοινωνικές αλλαγές.
Ούτε η αντίστροφη διαδικασία απέδωσε: όταν οι ερευνητές ζήτησαν από εθελοντές να αυτοχαρακτηριστούν «συντηρητικοί» ή «φιλελεύθεροι» και στη συνέχεια προσπάθησαν να εξαγάγουν συμπεράσματα για τη φυσιολογία τους και κατ' επέκταση για τη γενετική τους, τα αποτελέσματα δεν κατέληξαν σε αποδεκτά συμπεράσματα. Ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει μια μελέτη η οποία προσπάθησε να συνδέσει τις προκαταλήψεις μας με τα επίπεδα της ορμόνης οξυτοκίνη. Πρόκειται για την ορμόνη η οποία μας συνδέει με τους οικείους μας και η οποία, μεταξύ άλλων, εκλύεται σε μεγάλες ποσότητες και κατά τον τοκετό (ενισχύοντας τη σύνδεση της μητέρας με το βρέφος).
Ο ρόλος της οξυτοκίνης
Σε μελέτη που διενεργήθηκε στη Δανία διαπιστώθηκε ότι οι δανοί εθελοντές οι οποίοι είχαν εισπνεύσει μια μεγάλη δόση οξυτοκίνης ανταποκρίνονταν θετικότερα σε εικόνες συμπατριωτών τους σε σχέση με εικόνες αλλοδαπών. Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι τα υψηλά επίπεδα οξυτοκίνης ενισχύουν την προκατάληψή μας ενάντια στους ξένους.
Μετά τη μελέτη της οξυτοκίνης δύο ακόμη μελέτες που αφορούσαν την ορμονική επίδραση στη συμπεριφορά είδαν το φως της δημοσιότητας. Ωστόσο οι αμερικανοί ερευνητές που τις διενήργησαν εξετάζοντας την κορτιζόλη και την τεστοστερόνη δεν μπόρεσαν να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα.
Αυτοί που πραγματικά απογοητεύθηκαν με την αποτυχία των επιστημόνων να εντοπίσουν την υποτιθέμενη γενετική βάση της ιδεολογίας ήταν οι σύμβουλοι των πολιτικών που ασχολούνται με τις προεκλογικές εκστρατείες. Προφανώς ο διακαής πόθος τους για την ύπαρξη μιας γενετικής συνιστώσας στην απόκτηση πολιτικών πεποιθήσεων είχε να κάνει με την επιθυμία τους να χειραγωγήσουν το εκλογικό σώμα. Οταν λοιπόν είδαν ότι τα νέα ευρήματα δεν εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους, επέστρεψαν σε παλιότερα και δοκιμασμένα: την πρόκληση έντονων συναισθημάτων όπως ο φόβος ή η απέχθεια.
Εδώ και πολλά χρονια από κοινωνιολογικές μελέτες έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι το συναίσθημα είναι η συντομότερη και ασφαλέστερη οδός για να περάσει κανείς ένα μήνυμα. Και αυτό αληθεύει είτε πρόκειται για την εκπαίδευση (όπου τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν το μάθημα αποτελεί ευχάριστη συναισθηματικά εμπειρία) είτε για τη διαφήμιση και τις εκλογικές εκστρατείες.
Βεβαίως όσοι ασχολούνται με την πολιτική γνωρίζουν καλά ότι είναι δύσκολο να αλλάξει κανείς τη γνώμη του εκλογικού σώματος. Γι' αυτό και οι προεκλογικές διαφημίσεις που προκαλούν φόβο ή απέχθεια έχουν ως αποδέκτη τους ήδη υπάρχοντες ψηφοφόρους με στόχο τη συσπείρωσή τους. Κάτι που παρακολουθούμε να γίνεται κατά κόρον στην αναμέτρηση Ομπάμα - Ρόμνεϊ.
Πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου