Ο Άλμπερτ Αϊνστάιν γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου του 1879 σε μια φιλελεύθερη, κοσμική και αστική εβραϊκή οικογένεια. Τα παιδικά χρόνια του νεαρού Άλμπερτ, καθώς και τα πρώτα του εφηβικά, δεν παρουσίαζαν ασυνήθιστα στοιχεία. Όπως πολλοί νέοι άντρες των τελών του 19ου αιώνα, ήταν περίεργος, διάβαζε Δαρβίνο, τον ενδιέφερε ο υλικός –εννοείται, ο φυσικός– κόσμος και επιθυμούσε να κατανοήσει «τα απόκρυφα της φύσης, ώστε να διακρίνει “το νόμο μέσα στο νόμο”».
Το 1895 ο Αϊνστάιν, στην ηλικία των 16, αποκήρυξε τη γερμανική του υπηκοότητα και μετακόμισε στην Ελβετία. Ο κύριος λόγος ήταν για να αποφύγει τη στράτευση αλλά και για να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης. Εκεί τελικά τελείωσε το διδακτορικό του, σε ένα κλίμα σχετικά πιο απαλλαγμένο από τον αντισημιτισμό που διαπότιζε τα γερμανικά και τα αυστριακά πανεπιστήμια. Αλλά η Ζυρίχη είχε κι άλλες ανταμοιβές. Ο Αϊνστάιν περνούσε πολύ χρόνο στο καφέ Οντεόν, ένα στέκι των Ρώσων ριζοσπαστών, συμπεριλαμβανομένων της Αλεξάντρα Κολλοντάι, του Λέον Τρότσκυ και, μερικά χρόνια μετά, του Λένιν. Ο Αϊνστάιν παραδέχτηκε ότι περνούσε πολύ χρόνο στο Οντεόν, σε σημείο που έχανε και μερικά μαθήματα για να λάβει μέρος στις μεθυστικές πολιτικές συζητήσεις της καφετέριας.
Ανήμπορος να βρει ακαδημαϊκή δουλειά, ο Αϊνστάιν άρχισε να εργάζεται το 1902 στο ελβετικό γραφείο ευρεσιτεχνιών στη Βέρνη. Εκεί ήταν που το 1905 ήρθε το δικό του θαυμαστό έτος, με τη δημοσίευση άρθρων πάνω στην ειδική θεωρία της σχετικότητας, την κβαντομηχανική και την κίνηση Μπράουν. Το 1914 του προσφέρθηκε –και την αποδέχτηκε– μια πλήρους απασχόλησης θέση καθηγητή στο Βερολίνο. Ο Φρεντ Τζερόμ (Fred Jerome), συγγραφέας του The Einstein File [1] , σημειώνει ότι η προσφορά εργασίας ήταν προφανώς αποτέλεσμα πλειοδοτικού διαγωνισμού μεταξύ πανεπιστημίων της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, τα οποία αναζητούσαν επιστημονικά και τεχνολογικά ταλέντα στην προσπάθειά τους να συνδράμουν τους επεκτατικούς σκοπούς των αντίστοιχων κυβερνήσεών τους. Δυστυχώς, ο Αϊνστάιν ανέλαβε τη θέση του καθώς ξεσπούσε ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τη Γερμανία να βρίσκεται ανάμεσα στους βασικούς εμπλεκόμενους.
Ο Αϊνστάιν αντιτάχθηκε στον πόλεμο, κάτι που τον έφερε σε αντίθεση με τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, απέναντι στους οποίους ήταν έως τότε θετικά διακείμενος. Συντάχθηκε με τη μειοψηφία του κόμματος, η οποία θεωρούσε τον πόλεμο αντιπαράθεση μεταξύ των αρχουσών τάξεων των εμπόλεμων χωρών. Ο Αϊνστάιν βρέθηκε να διαφωνεί επίσης με τους περισσότερους από τους επιστημονικούς του συναδέλφους. Ο Μαξ Πλανκ (Max Planck), την εποχή εκείνη φυσικός ανάλογου αναστήματος με αυτό του Αϊνστάιν, και σχεδόν εκατό άλλοι επιστήμονες υπέγραψαν ένα υπερεθνικιστικό «Μανιφέστο προς τον πολιτισμένο κόσμο», υιοθετώντας τους πολεμικούς σκοπούς της Γερμανίας με μια γλώσσα που προεικόνιζε τις μεγαλοστομίες των ναζί της επόμενης γενιάς και εκλογικεύοντας τον πόλεμο ως μια δικαιολογημένη αντίσταση στις «ρωσικές ορδές», στους «Μογγόλους» και στους «νέγρους» που είχαν «ξεχυθεί ενάντια στη λευκή φυλή». Ο Αϊνστάιν, καθώς και τρεις μόνο άλλοι, απάντησαν με ένα κείμενο που την εποχή εκείνη απαγορεύτηκε από τη γερμανική κυβέρνηση, το οποίο περιέγραφε τη συμπεριφορά των επιστημόνων (με τους οποίους, δυστυχώς, συντάχθηκαν πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες) ως ντροπιαστική. Τουλάχιστον ένας από τους υπογράφοντες την επιστολή φυλακίστηκε. Ο Αϊνστάιν όμως όχι. Ήταν η πρώτη περίπτωση που η δύναμη της πρόσφατα αποκτηθείσης διασημότητάς του όχι μόνο τον προστάτεψε, αλλά και του επέτρεψε να μιλά ανοιχτά όταν οι άλλοι δεν μπορούσαν.
Κατά τη διάρκεια της ταραχώδους μεταπολεμικής εποχής ο Αϊνστάιν συνέχισε να μιλά ανοιχτά. Ένα σπουδαίο περιστατικό συνέβη τη μέρα που ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος παραιτήθηκε. Ήταν ένα δεκαπενθήμερο κατά το οποίο δεν συνέβη μόνο η ανακωχή, αλλά και η πτώση άλλων επτά ευρωπαϊκών μοναρχιών, όλες εκ των οποίων αντικαταστάθηκαν για ένα διάστημα από φιλελεύθερα και σοσιαλιστικά καθεστώτα. O Αϊνστάιν κόλλησε ένα σημείωμα στην αίθουσα διδασκαλίας του που έγραφε «ΜΑΘΗΜΑ ΑΚΥΡΩΘΗΚΕ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ». Είχε συμπράξει με –και υποστήριξε– τους φιλελεύθερους και ριζοσπάστες φοιτητές και συναδέλφους του στην αντίστασή τους κατά του πολέμου. Τώρα ήταν κοντά τους στη μεταπολεμική αντίστασή τους ενάντια στον ανερχόμενο ρεβανσιστικό μιλιταρισμό που γρήγορα θα μεταμορφωνόταν στο ναζισμό.
Η προβολή του Αϊνστάιν τον έφερε στο επίκεντρο της αναβίωσης ενός δηλητηριώδους αντισημιτισμού. Η εργασία του πάνω στη σχετικότητα αποκηρύχθηκε ως «εβραϊκή διαστροφή» όχι μόνο από δεξιούς πολιτικούς, αλλά ακόμη και από συναδέλφους του Γερμανούς επιστήμονες. Ο Αϊνστάιν ήταν πια μια λαμπρή διεθνής φυσιογνωμία. Το 1921 κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Φυσικής για την εργασία του πάνω στο φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, το οποίο αποδείκνυε την κβαντική φύση του φωτός. Ήταν επίσης μια επιφανής παρουσία στην πνευματική και κοινωνική ζωή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Την ίδια ώρα ο Αϊνστάιν γινόταν όλο και πιο ανοιχτός στις πολιτικές του απόψεις. Αντιστεκόμενος στην αυξανόμενη ρατσιστική και σοβινιστική βία και στον υπερεθνικισμό της Γερμανίας του ’20, εργάστηκε για την ευρωπαϊκή ενότητα και υποστήριζε οργανισμούς που επιδίωκαν να βοηθήσουν Εβραίους ενάντια στην αυξανόμενη αντισημιτική βία. Η τάση του υπέρ της κοινωνικής ισότητας ήταν ασυγκράτητη: αντιδρώντας στα αυξανόμενα δίδακτρα μαθημάτων που οι φτωχότεροι μαθητές δεν μπορούσαν να τα πληρώσουν, ο Αϊνστάιν, πολύ φυσιολογικά, πρόσφερε δωρεάν μαθήματα Φυσικής αργά το βράδυ. Καθώς η οικονομική και πολιτική κρίση στην Eυρώπη γινόταν πιο οξεία, ο Αϊνστάιν χρησιμοποιούσε όλο και περισσότερο το βήμα επιστημονικών συνεδρίων για να απαντά σε πολιτικές ερωτήσεις. «Δεν είχε πρόβλημα –σημειώνει ο Τζερόμ– να συζητά για τη σχετικότητα σε μια πανεπιστημιακή διάλεξη το πρωί και το ίδιο απόγευμα να ενθαρρύνει τους νέους να αρνηθούν τη στρατιωτική θητεία».
Το 1930 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ ήταν πια έτοιμο να γίνει η κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη Γερμανία. Ο Αϊνστάιν, αν και παρέμενε ομιλητικός στο εσωτερικό, έψαχνε ολοένα και περισσότερο παρόμοιες διεξόδους στο εξωτερικό, τόσο στην επιστημονική όσο και την πολιτική του έκφραση. Έδωσε διαλέξεις στη Βρετανία, την Ολλανδία και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, ενώ από το 1930 και μετά συνέχισε σε ετήσια βάση, καθώς έγινε επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 οι ναζί κατέλαβαν την εξουσία και κατάσχεσαν την περιουσία του Αϊνστάιν στο Βερολίνο. Τον Μάιο ο Γκέμπελς, ο υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ, οργάνωσε ένα δημόσιο κάψιμο βιβλίων, με τα έργα του Αϊνστάιν να βρίσκονται σε περίοπτη θέση. Φωτογραφίες της φρικαλεότητας αυτής δημοσιεύτηκαν παγκοσμίως. Μετά τη δημοσίευση σε εφημερίδες των ναζί της προσφοράς μεγάλης αμοιβής σε μετρητά για τη δολοφονία του, ο Αϊνστάιν αναγκάστηκε να ολοκληρώσει μια σειρά ομιλιών στην Ολλανδία με την προστασία σωματοφυλάκων. Εκείνο το χειμώνα, ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια, αποφάσισε με την οικογένειά του να μην επιστρέψει στο Βερολίνο. Αντί αυτού, δέχτηκε μια ισόβια θέση στο Ινστιτούτο Εξελιγμένων Σπουδών στο Πρίνστον του Νιου Τζέρσεϋ και εγκαταστάθηκε σε ένα απέριττο σπίτι στην οδό Μέρσερ.
Εκεί, ενώ προσπαθούσε να εγκλιματιστεί στη νέα του πατρίδα, ο Αϊνστάιν δούλεψε σκληρά πάνω στη θεωρία του ενοποιημένου πεδίου, μια προσπάθεια να αποδείξει ότι ο ηλεκτρομαγνητισμός και η βαρύτητα είναι διαφορετικές εκδηλώσεις ενός μοναδικού βασικού φαινομένου. Aυτή έμελλε να είναι η κύρια επιστημονική του ενασχόληση για το υπόλοιπο της ζωής του, που συνεχίζει ακόμη να εμπνέει τη σύγχρονη φυσική και κοσμολογία.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να πάρει την αμερικανική υπηκοότητα, το 1940, τα πολιτικά ενδιαφέροντα του Αϊνστάιν επικεντρώθηκαν στις λεηλασίες που προκλήθηκαν από τον αντισημιτισμό των ναζί και στην άνοδο του φασισμού. Για ακόμα μια φορά, κάνοντας χρήση της φήμης του, έκανε έκκληση στην κυβέρνηση να επιτρέψει σε πρόσφυγες να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Kατόπιν, σε συνεργασία με άλλους Ευρωπαίους διανοούμενους, ζήτησε από την Έλινορ Ρούζβελτ να μεσολαβήσει στο σύζυγό της, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Αυτή δεν ήταν η πρώτη σύγκρουση του Αϊνστάιν με την κυβέρνηση του Ρούζβελτ. Στον Ισπανικό Εμφύλιο υποστήριξε δημόσια και με θέρμη τις δυνάμεις κατά του Φράνκο. Ενώ η ναζιστική Λουφτβάφε βομβάρδιζε τα ισπανικά χωριά, οι ΗΠΑ, μαζί με τη Βρετανία και τη Γαλλία, έθεσαν σε ισχύ ένα ψευδο-εμπάργκο «ουδετερότητας», αρνούμενες να παράσχουν τα απαραίτητα πυρομαχικά στα δημοκρατικά στρατεύματα. Παρά τις οργανωμένες διαδηλώσεις και τις εκκλήσεις, στις οποίες ο Αϊνστάιν δάνεισε το όνομά του, ο αποκλεισμός δεν ήρθη ποτέ και το φασιστικό πολίτευμα που επιβλήθηκε στην Ισπανία επέζησε (με τη μεταπολεμική βοήθεια των ΗΠΑ) για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. Περίπου 3.000 Αμερικανοί εθελοντές της Tαξιαρχίας «Αβραάμ Λίνκολν» αψήφησαν την κυβέρνησή τους για να πολεμήσουν με τους δημοκρατικούς, με τον Αϊνστάιν να τους υποστηρίζει ένθερμα από νωρίς.
Το 1939, παρακινούμενος από τον Λήο Ζίλαρντ (Leo Szilard), φυσικό και επίσης πρόσφυγα από το διωγμό των ναζί, ο Αϊνστάιν έγραψε στον πρόεδρο Ρούζβελτ προειδοποιώντας για τις προόδους των Γερμανών στην πυρηνική έρευνα και την προοπτική να κατασκευάσουν ατομικό όπλο. Το γράμμα οδήγησε στην προσπάθεια των ΗΠΑ να φτιάξουν ένα παρόμοιο όπλο. Aυτή παραμένει η πιο γνωστή πολιτική πράξη του Αϊνστάιν. Παρ’ όλα αυτά, ο συνδυασμός του κυβερνητικού φόβου για το ριζοσπαστισμό του Αϊνστάιν καθώς και ο δισταγμός του ίδιου τον κράτησαν μακριά από οποιοδήποτε ρόλο στο Σχέδιο Μανχάτταν [2] .
Μετά τον πόλεμο ο Αϊνστάιν διαμαρτυρήθηκε για την αποτέφρωση της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι. Ο Φρεντ Τζερόμ παραθέτει μια συνέντευξη του 1946 στη Sunday Express του Λονδίνου, στην οποία ο Αϊνστάιν «επέρριψε την ευθύνη για το βομβαρδισμό της Ιαπωνίας με ατομικό όπλο στην αντισοβιετική εξωτερική πολιτική του [προέδρου] Τρούμαν» και εξέφρασε την άποψη ότι «αν ο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ είχε ζήσει μέχρι το τέλος του πολέμου, η Χιροσίμα δεν θα είχε ποτέ βομβαρδιστεί». Ο Τζερόμ σημειώνει ότι η συνέντευξη προστέθηκε αμέσως στον –ολοένα και αυξανόμενο– φάκελο του FBI για τον Αϊνστάιν.
Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια σημαδεύτηκαν από μια καθοδηγούμενη αντικομμουνιστική φρενίτιδα σε κυβερνητικούς και επιχειρηματικούς κύκλους για την υποστήριξη των διεθνών και εγχώριων στόχων των ΗΠΑ. Οι επιστήμονες του Σχεδίου Μανχάτταν, οι οποίοι είχαν πρωτύτερα εμπλακεί σε συζητήσεις για τη χρήση της βόμβας τους μήνες που μεσολάβησαν μεταξύ της ήττας της Γερμανίας τον Μάιο του 1945 και του βομβαρδισμού της Χιροσίμα τον Αύγουστο, ήταν ιδιαίτερα έμπειροι στα θέματα που ανέκυψαν μετά τη χρήση της βόμβας. Πολλοί φοβούνταν μια κούρσα πυρηνικών εξοπλισμών μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης. Για να ασκήσουν πίεση ενάντια σε αυτή την προοπτική, ίδρυσαν την Έκτακτη Επιτροπή Ατομικών Επιστημόνων (Emergency Committee of Atomic Scientists, ECAS), στην οποία ο Αϊνστάιν συμφώνησε να προεδρεύσει. Από αυτή τη θέση ο Αϊνστάιν επιδίωξε πρώτα να συναντήσει τον υπουργό Εξωτερικών Τζωρτζ Μάρσαλλ (George Marshall) για να συζητήσει αυτό που θεωρούσε μιλιταριστική επέκταση της ισχύος των ΗΠΑ. Η πρότασή του απορρίφθηκε, αλλά σε μια συνέντευξή του με ένα μεσαίο στέλεχος της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Atomic Energy Commission) περιέγραψε την εξωτερική πολιτική του Τρούμαν ως αντισοβιετικό επεκτατισμό – οι ακριβείς λέξεις που χρησιμοποίησε για να περιγράψει αυτό που θεωρούσε αυτοκρατορική φιλοδοξία των ΗΠΑ ήταν Pax Americana. Υπήρξε σημαντική δημόσια αποδοχή του αντιπυρηνικού μηνύματος της ECAS, αλλά τελικά η ομάδα δεν μπόρεσε να κατακτήσει το στόχο της και να σταματήσει την πυρηνική ανάπτυξη στο στρατό θέτοντάς την υπό διεθνή έλεγχο.
Μια ακόμη μεγάλη πολιτική έγνοια του Αϊνστάιν τη δεκαετία του ’40 ήταν η διαρκής παρουσία του ρατσισμού, του φυλετικού διαχωρισμού, του λιντσαρίσματος και άλλων εκδηλώσεων της λευκής υπεροχής στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η χώρα είχε κινητοποιηθεί για να υποστηρίξει την πολεμική προσπάθεια στο πεδίο της μάχης αλλά και στο εγχώριο μέτωπο, με την υπόσχεση για ισότητα. Στην πραγματικότητα όμως το επίσημο μήνυμα σχετικά με τη φυλετική δικαιοσύνη ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανάμεικτο. Ο Ρούζβελτ είχε δημιουργήσει μια Επιτροπή Δίκαιων Πρακτικών Απασχόλησης (Fair Employment Practices Committee), μια οντότητα πολύ ελπιδοφόρα, αλλά με ελάχιστη δύναμη για να επηρεάσει τις διακρίσεις στον επαγγελματικό χώρο. Το δε στρατιωτικό προσωπικό των 11 εκατομμυρίων παρέμενε φυλετικά διαχωρισμένο. Με το τέλος του πολέμου η οικονομική παράλυση, οι αλλαγές στα επαγγέλματα και η έλλειψη κατοικίας αντιμετωπίστηκαν με το συνηθισμένο τρόπο του Τζιμ Κρόου [3] : όπως λέει κι ένα τραγούδι του Λήντμπελλυ [4] , «αν είσαι μαύρος, γύρνα πίσω, γύρνα πίσω, γύρνα πίσω».
Η πόλη του Πρίνστον στο Νιου Τζέρσεϋ (εκεί όπου έζησε ο Αϊνστάιν) και, κατά συνέπεια, το πανεπιστήμιό της, αν και απείχαν ελάχιστα με αυτοκίνητο από τη Νέα Υόρκη, θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν στην παλιά Συνομοσπονδία του Νότου. Ο Πωλ Ρόμπσον (Paul Robeson), που είχε γεννηθεί στο Πρίνστον, το ονόμαζε «πόλη των φυτειών της Τζόρτζια». Πολύ φυσιολογικά, η πρόσβαση σε στέγη, εργασία αλλά και στο πανεπιστήμιο το ίδιο (που κάποτε βρισκόταν υπό την ηγεσία του υπέρμαχου του φυλετικού διαχωρισμού Γούντρο Ουίλσον [Woodrow Wilson]) δεν επιτρεπόταν σε Αφροαμερικανούς, η δε διαμαρτυρία ή απείθεια αντιμετωπιζόταν συχνότατα με αστυνομική βία. Ο Αϊνστάιν, ο οποίος είχε γίνει μάρτυρας παρόμοιων σκηνών στη Γερμανία και που ήταν ούτως ή άλλως παλιός μαχητής ενάντια στο ρατσισμό, αντιδρούσε σε κάθε βιαιοπραγία. Το 1937, όταν η κοντράλτο Μάριον Άντερσον (Marion Anderson) έδωσε στο Πρίνστον μια παράσταση, δέχτηκε μεν εξαιρετικές κριτικές, της αρνήθηκαν όμως διαμονή στο φυλετικά διαχωρισμένο ξενοδοχείο Nassau Inn. Ο Αϊνστάιν, έχοντας παρακολουθήσει την παράσταση, την προσκάλεσε αμέσως να μείνει σπίτι του. Έτσι κι έγινε. Η δε Άντερσον συνέχισε να φιλοξενείται στο σπίτι του κάθε φορά που τραγουδούσε στο Νιου Τζέρσεϋ, ακόμη κι όταν το ξενοδοχείο ενοποίησε τους χώρους του.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου