Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου είχε καθηλώσει στους δέκτες των τηλεοράσεων το σύνολο των ποδοσφαιρόφιλων ανά τον κόσμο και δεν θα μπορούσε φυσικά να αφήσει αδιάφορους ούτε τους επιστήμονες, που πέραν των προσωπικών τους προτιμήσεων προσπάθησαν να απαντήσουν με τεκμήρια στο «ποια ομάδα θα κατακτήσει το κύπελλο και σε ποιο βαθμό ο νικητής θα είναι ο καλύτερος ή ο πιο τυχερός».
Σε μια μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του βρετανικού Ινστιτούτου Μηχανολογίας και Τεχνολογίας, ο αθλητικός στατιστικολόγος Ίαν ΜακΧέιλ του πανεπιστημίου του Σάλφορντ ανέλυσε με μαθηματικά και στατιστικά μοντέλα 9.000 διεθνή παιγνίδια της τελευταίας οκταετίας, με βάση στοιχεία της FIFA. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ήταν ότι παρά τις προβλέψεις που θέλουν τη Βραζιλία ή την Αργεντινή να κατακτά την κούπα, η Ολλανδία έχει τις περισσότερες πιθανότητες (12%) να πάρει το τρόπαιο στη Ν.Αφρική, ακολουθούμενη οριακά σε πιθανότητες από την Ισπανία και τη Βραζιλία. Σύμφωαν με την έρευνα του μάλιστα, η Αγγλία θα φθάσει στα ημιτελικά, αλλά θα χάσει από την Γαλλία.
Με το ερώτημα αν τελικά στο ποδόσφαιρο κερδίζει ο καλύτερος ή ο πιο τυχερός, ασχολήθηκε ο αστροφυσικός Τζέραλντ Σκίνερ του πανεπιστημίου του Μέριλαντ και ερευνητής του Διαστημικού Κέντρου Goddard της NASA. Σύμφωνα με την έρευνα του, η πιθανότητα να νικήσει τελικά η καλύτερη ομάδα στη Νότια Αφρική είναι μόνο γύρω στο 28%, με βάση υπολογισμούς που στηρίζονται στο προηγούμενο Μουντιάλ.
Χρησιμοποιώντας στατιστικές τεχνικές οικείες στους αστρονόμους και μελετώντας τα δεδομένα από το προηγούμενο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006, σε εργασία που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό εφαρμοσμένης στατιστικής «Journal of Applied Statistics», ο Σκίνερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια διοργάνωση περικλείει μια μεγάλη δόση τύχης, όσον αφορά τον τελικό νικητή. Όπως αναφέρει, ο κύριος λόγος για αυτό είναι ότι στο ποδόσφαιρο τα σκορ είναι μικρά, άρα μικρή είναι και η διαφορά των τερμάτων με τα οποία αναδεικνύεται ο νικητής, γεγονός που επιτρέπει στον παράγοντα τύχη να υπεισέλθει στην όλη διαδικασία.
Στο Μουντιάλ του 2006, σε κάθε παιγνίδι σημειώνονταν κατά μέσο όρο 2,3 γκολ. Αναλύοντας τον αριθμό των γκολ και την κατανομή τους, με την χρήση ενός στατιστικού εργαλείου, ο Σκίνερ μπόρεσε να δείξει ότι αν ένας αγώνας επαναλαμβανόταν, τόσο ο αριθμός των γκολ όσο και ο νικητής μπορεί να διέφεραν σημαντικά - ακόμα κι αν οι δύο ομάδες έπαιζαν εξίσου καλά όσο και στον πρώτο γύρο.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο Σκίνερ θεωρεί ότι οι καλύτερες ομάδες αναδεικνύονται στον πρώτο γύρο, επειδή σε αυτόν έχουν υποχρεωθεί να παίξουν με άλλες τρεις ομάδες, ενώ όταν πια αρχίζουν τα «νοκ-άουτ» παιγνίδια, τότε η «ρουλέτα» αυξάνει τις πιθανότητές της.
Ο Σκίνερ διατύπωσε μάλιστα την πρόταση να αλλάξουν οι κανόνες διεξαγωγής των παιγνιδιών, ώστε να μειωθεί ο παράγων της αβεβαιότητας και της τύχης, με το να διευκολύνονται ή και να υποχρεώνονται οι ομάδες να πετυχαίνουν περισσότερα γκολ και η διαφορά της νίκης τους σε τέρματα να είναι πιο πειστική, κάτι τέτοιο βέβαια θεωρείται σχεδόν απίθανο πως θα εισακουστεί.
Σε συμπεράσματα χρήσιμα για προπονητές κατέληξε ακόμη ένας επιστήμονας, ο οικονομολόγος Ρικάρντο Μανουέλ Σάντος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου του Αυτόνομου Πανεπιστημίου του Μεξικού, ο οποίος, χρησιμοποιώντας τη θεωρία των παιγνίων και την ανάλυση των άριστων στρατηγικών κάθε αντιπάλου, με βάση πολυετή δεδομένα από ευρωπαϊκά πρωταθλήματα της UEFA, συμπέρανε ότι κακώς οι περισσότερες ομάδες υιοθετούν την λογική της άμυνας.
Όπως είπε, η συμβουλή του στους προπονητές θα ήταν να καθοδηγούν τις ομάδες να επιτίθενται περισσότερο και να βάζουν περισσότερα γκολ, καθώς αυτή η στρατηγική μπορεί να εγγυηθεί καλύτερα την τελική νίκη.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου