Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Το σχολείο ισοπεδώνει τα παιδιά;

Προβληματισμοί για τον φόρτο μαθημάτων με αφορμή άρθρο της εφημερίδας «Die Zeit»
Το σχολείο ισοπεδώνει τα παιδιά;

«Από τα σχολικά χρόνια έχω συγκρατήσει μόνο τα κενά στη μόρφωσή μου» είχε πει ο γνωστός ζωγράφος Οσκαρ Κοκόσκα (1886-1980). Και το θυμήθηκε η μεγάλη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit» σε εκτεταμένο αφιέρωμα στις 11 Αυγούστου με το ξεκίνημα της νέας σχολικής χρονιάς. Θέμα και προβληματισμός του αφιερώματος ήταν «αυτό που δεν πρέπει να μάθω». Υπάρχει δηλαδή μια έντονη αμφισβήτηση, από λίγους εκπαιδευτικούς ακόμη, για το αν είναι άμεση ανάγκη τα παιδιά από το Δημοτικό ως το Λύκειο να αρχίσουν να μαθαίνουν λιγότερα. Την ίδια στιγμή οι κινήσεις όσων καθορίζουν την ύλη και τα εκπαιδευτικά προγράμματα εδώ και σε άλλες χώρες της Ευρώπης φαίνεται να ακολουθούν αντίρροπη κατεύθυνση. Αυτή τη χρονιά, για παράδειγμα, δύσκολα κεφάλαια των Μαθηματικών θα διδαχθούν και στην Ελλάδα μια τάξη πιο κάτω, χωρίς να έχει φανεί από κάπου ότι οι μαθητές είναι στην πλειονότητά τους πιο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν θετικά κάτι τέτοιο. Μία εβδομάδα αργότερα στην ίδια γερμανική εφημερίδα δημοσιεύθηκε το γράμμα ενός μικρού κοριτσιού, που πηγαίνει στην Τρίτη Γυμνασίου, με τίτλο: «Το κεφάλι μου είναι τίγκα» και στην πρώτη κιόλας πρόταση λέει: «Εχω ένα πρόβλημα, δεν έχω πια ζωή. Με τη λέξη ζωή εννοώ χόμπι, ελεύθερο χρόνο, διασκέδαση...». Στη συνέχεια αναφέρει ότι επιστρέφει στις τέσσερις το απόγευμα στο σπίτι και δεν πηγαίνει για ύπνο πριν από τις έντεκα. Οπως διηγείται στη συνέχεια, τηλεφώνησε στον Σχολικό Σύμβουλο για να του πει τα παράπονά της αλλά εκείνος γρήγορα τη διέκοψε και της εξήγησε ότι «το Γυμνάσιο είναι κατάλληλο μόνο για μαθητές με αυτάρκεια και συγκρότηση»! Χάος δηλαδή χωρίζει τον αρμόδιο για τα προγράμματα από ένα παιδί, το οποίο, όπως γράφει, θεωρεί όνειρο άπιαστο να γυρίσει καθημερινή στις τρεις το μεσημέρι στο σπίτι του και να καθήσει να βλέπει μόνο έξω από το παράθυρό του.

Στις συμπληγάδες πέτρες
Στη Γερμανία οι εργοδότες γκρινιάζουν επειδή μερικοί από τους υπαλλήλους τους δεν ξέρουν καν να συντάξουν σωστά και χωρίς ορθογραφικά λάθη ένα έγγραφο. Και οι καθηγητές στο πανεπιστήμιο είναι στην ίδια κατάσταση διότι θεωρούν ότι οι νέοι φοιτητές έρχονται με ανεπαρκείς γνώσεις στα Μαθηματικά. Ετσι οι άνθρωποι και εδώ και εκεί πιέζονται διπλά. Από ένα αναποτελεσματικό, όπως φαίνεται, εκπαιδευτικό σύστημα και από μια απαιτητική για τη μεγάλη μάζα επαγγελματική σταδιοδρομία μετά. Ο Gerhard Roth, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης για θέματα εγκεφάλου και συγγραφέας ενός βιβλίου σχετικού με το πώς μαθαίνουμε, αναφέρει: «Πέντε χρόνια μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο, αν εξετάσεις τις γνώσεις που έχουν οι άνθρωποι, θα καταλάβεις ότι ο βαθμός απόδοσης του εκπαιδευτικού συστήματος είναι κοντά στο μηδέν. Τι σπατάλη ενέργειας και χρημάτων!».
 Εδώ ακριβώς ταιριάζει ένας ορισμός, τον οποίο δίνει όταν τον ρωτούν σχετικά ο καθηγητής της Ιστορίας της Εκπαίδευσης σε Πανεπιστήμιο του Βερολίνου H. E. Tenorth: «Μόρφωση είναι ό,τι απομένει όταν έχουμε ξεχάσει όλα όσα μάθαμε στο σχολείο». Ενας έλληνας εκπαιδευτικός μάλιστα μου διηγήθηκε τα σχετικά με την περίπτωση υποψηφίου στις Πανελλαδικές, που αφού πέρασε σε κάποια σχολή θετικών επιστημών πήγε, τον βρήκε, του ομολόγησε ότι από την άλλη ημέρα κιόλας των εξετάσεων είχε ξεχάσει όλα τα μαθηματικά και τον παρακάλεσε να αρχίσουν μαθήματα για να τα βάλει στη σωστή σειρά.

Σχολείο σαν γραμμή παραγωγής
Ο κ. Δημήτρης Γαβαλάς διδάσκει Μαθηματικά σε πρότυπο σχολείο, αλλά ασχολείται και με την έρευνα γύρω από τη συστημική εκπαίδευση, έχοντας ήδη δύο διδακτορικά στη Θεωρία Κατηγοριών και στη Διδακτική των Μαθηματικών και ένα καινούργιο βιβλίο: «Συστημική σκέψη και εκπαίδευση». Μιλώντας στο «Βήμα» κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεσα στο τωρινό σχολείο και στην «ταινία παραγωγής», μια εφεύρεση από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα: «Το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα παραμένει ακόμη σύστημα της βιομηχανικής εποχής, βασισμένο δηλαδή στην εικόνα της γραμμής συναρμολόγησης. Στην πραγματικότητα το σχολείο μπορεί να είναι το πιο χτυπητό παράδειγμα στη σύγχρονη κοινωνία ενός θεσμού βασισμένου στη γραμμή συναρμολόγησης. Οπως κάθε γραμμή συναρμολόγησης, το σύστημα οργανώνεται σε διακριτά στάδια (τάξεις). Υποτίθεται ότι όλοι μετακινούνται από στάδιο σε στάδιο μαζί. Κάθε στάδιο έχει τους τοπικούς επιτηρητές - τους δασκάλους που είναι υπεύθυνοι για αυτό. Τάξεις των 20-40 μαθητών συναντιούνται για συγκεκριμένες περιόδους και υπάρχει και μια προγραμματισμένη ημέρα για τη διαδικασία των εξετάσεων. Ολο το σχολείο είναι σχεδιασμένο να τρέχει με ομοιόμορφη ταχύτητα, συμπληρωμένο με κουδούνια και αυστηρά ωρολόγια προγράμματα. Κάθε δάσκαλος ξέρει τι πρέπει να καλυφθεί ώστε να κρατήσει τη γραμμή σε κίνηση, αν και έχει μικρή επιρροή στην ταχύτητά της, η οποία καθορίζεται από συμβούλια και τυποποιημένα προγράμματα σπουδών».
Η δασκαλο-κεντρική προσέγγιση
Δεν είναι ευχάριστη η αντίληψη αυτή για τον τρόπο λειτουργίας ενός σχολείου, αλλά για πολλά από αυτά που γνωρίζουμε πώς λειτουργούν είναι ρεαλιστική. Ακόμη χειρότερη όμως είναι η συνέχεια αυτών των σκέψεων. «Το αποτέλεσμα είναι ένα μοντέλο για το σχολείο ανεξάρτητο από την καθημερινή ζωή, κυβερνημένο με εξουσιαστικό τρόπο, προσανατολισμένο στην παραγωγή τυποποιημένου προϊόντος, και η εργασιακή ενέργεια απαιτείται από τον συνεχώς αυξανόμενο χώρο εργασίας της βιομηχανικής εποχής στον οποίο πρέπει να διατηρήσει τον έλεγχο. Το βιομηχανικό μοντέλο των σχολείων δεν άλλαξε απλώς το πώς μάθαιναν οι μαθητές, άλλαξε επίσης και το τι διδασκόταν. Σήμερα το εκπαιδευτικό σύστημα της “γραμμής συναρμολόγησης” βρίσκεται υπό πίεση (στρες). Τα προϊόντα του δεν κρίνονται επαρκή από την κοινωνία. Η παραγωγικότητά του αμφισβητείται. Και αυτό ανταποκρίνεται με τον μόνο τρόπο που το σύστημα γνωρίζει πώς να ανταποκριθεί: κάνοντας αυτό που έκανε πάντοτε, αλλά πιο σκληρά. Τα εργασιακά βάρη αυξάνονται. Οι προτυποποιημένες εξετάσεις εντατικοποιούνται. Μεταξύ των νευροφυσιολόγων υπάρχει μια κοινή έκφραση:Ο εγκέφαλος κατεβάζει ταχύτητα τελώντας υπό πίεση”. Οταν φοβόμαστε καταφεύγουμε στις πιο συνηθισμένες μας συμπεριφορές - τα μεγαλύτερα ανθρώπινα συστήματα δεν διαφέρουν. Είτε το ενστερνίζονται είτε όχι, οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στο ασυνήθιστο άγχος και στην πίεση που βιώνουν με το να αυξάνουν την ταχύτητα της γραμμής συναρμολόγησης. Ενώ αυτό μπορεί να παράγει λίγο περισσότερο αποτέλεσμα, όλοι μας - μαθητές, δάσκαλοι και γονείς - πρέπει να ρωτήσουμε αν παράγει περισσότερη μάθηση. Ταυτόχρονα ορίζει λειτουργικά τα “έξυπνα” και τα “χαζά” παιδιά. Αυτοί που δεν μαθαίνουν με την ταχύτητα της γραμμής συναρμολόγησης είτε απορρίπτονται είτε αναγκάζονται να αγωνίζονται συνεχώς για να ακολουθήσουν τον ρυθμό. Χαρακτηρίζονται “αργοί” ή, όπως είναι σήμερα της μόδας, “μαθησιακά προβληματικοί”. Εγκατέστησε την ομοιομορφία του προϊόντος, υποθέτοντας αφελώς ότι όλοι οι μαθητές μαθαίνουν με τον ίδιο τρόπο. Εκανε τους εκπαιδευτές ελεγκτές και ανακριτές, αλλοιώνοντας έτσι την παραδοσιακή σχέση δασκάλου - μαθητή και εγκαθίδρυσε τη δασκαλο-κεντρική και όχι τη μαθητο-κεντρική μάθηση».

Ξεχάστε τα «πράγματα», δείτε τα συστήματα
Τα τελευταία 100 χρόνια μια επανάσταση συμβαίνει στην επιστημονική άποψη για τον κόσμο. Η συστημική σκέψη εμφανίζεται αρχικά λίγο μετά το 1900, αλλά οι θεσμοί μας είναι ακόμη οργανωμένοι με βάση τη μηχανική σκέψη που χρονολογείται από τον 17ο αιώνα. Πιθανώς να απαιτηθούν άλλα 50 ή 100 χρόνια προτού η συστημική επανάσταση ολοκληρωθεί στη ζωή μας, όπως έγινε με τη μηχανιστική σκέψη που προηγήθηκε.
Τι είναι όμως αυτή η επαναστατική άποψη που ξεκίνησε από τα ζώντα συστήματα; Οπως λέει ο κ. Γαβαλάς: «Ξεκινά με τη διαβεβαίωση ότι η θεμελιώδης φύση της πραγματικότητας είναι οι σχέσεις και όχι τα πράγματα. Η νευτώνεια κουλτούρα μάς λέει ότι ο κόσμος αποτελείται από πράγματα. Αλλά η επιστήμη των τελευταίων 100 ετών μάς λέει ότι περισσότερο από το 99% κάθε υπόστασης είναι άδειος χώρος. Ακόμη και το υπόλοιπο 1% δεν είναι απλώς “πολύ μικρά πράγματα”, όπως άτομα και ηλεκτρόνια, αλλά ένα είδος πιθανότητας ότι συγκεκριμένες ιδιότητες λαμβάνουν χώρα στο υποατομικό επίπεδο. Σε πιο ανθρώπινο επίπεδο, αυτό το “πράγμα” που αποκαλούμε σώμα δεν είναι τόσο υλικό όσο μας εμφανίζεται. Αυτή είναι η φύση των ζώντων συστημάτων. Το σώμα είναι περισσότερο ένας ποταμός, με νέα ουσία να ρέει και να οργανώνεται, όπως οι όχθες του ποταμού οργανώνουν το νερό που ρέει. Οι σπόροι δεν παράγουν δέντρα. Οργανώνουν τη διαδικασία που τα δημιουργεί».
Τα ζώντα συστήματα φτιάχνονται από μόνα τους, ενώ οι μηχανές φτιάχνονται από άλλους. Σε αντίθεση με τις μηχανές, τα ζώντα συστήματα συνεχώς μεγαλώνουν και εξελίσσονται, σχηματίζουν νέες σχέσεις και έχουν εσωτερικούς στόχους για να υπάρχουν και να αναδημιουργηθούν. Δεν είναι ούτε προβλέψιμα ούτε ελεγχόμενα, αν και έχουν μοντέλα συμπεριφοράς που τείνουν να επαναληφθούν και η μέλλουσα ανάπτυξή τους μπορεί να επηρεαστεί. Επιπλέον, τα ζώντα συστήματα δημιουργούν μηχανές. Οταν η θεωρία της σχετικότητας έγινε αποδεκτή σταδιακά, ειπώθηκε ότι «ο Αϊνστάιν ξαναφύτεψε το φυτό του Νεύτωνα σε μεγαλύτερη γλάστρα». Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την εποχή των ζώντων συστημάτων έναντι της μηχανιστικής εποχής.

Πώς μπορεί να εξελιχθεί το σχολείο;
Τι θα συνέβαινε αν το σχολείο οργανωνόταν γύρω από την άποψη για τα ζώντα συστήματα παρά για τις μηχανές; Σύμφωνα με τους θιασώτες της συστημικής προσέγγισης, «πρώτα από όλα η μαθησιακή διαδικασία θα γινόταν ζωντανή. Υπάρχει ξεκάθαρα κάτι σημαντικά διαφορετικό όταν μελετάς τα συστήματα σαν να ήταν ζωντανά. Μια τέτοια εκπαιδευτική διαδικασία βασίζεται σε:
- μαθητο-κεντρική παρά δασκαλο-κεντρική μάθηση·
- ενθάρρυνση της ποικιλίας και όχι της ομοιογένειας, αγκαλιάζοντας την ευφυΐα πολλαπλών τύπων και τα διάφορα στυλ μάθησης·
- κατανόηση ενός κόσμου αλληλεξάρτησης και δυναμικής αλλαγής παρά στην απομνημόνευση γεγονότων και στον αγώνα εξεύρεσης ορθών απαντήσεων».
Τελικά, όταν αντιμετωπίζουμε ένα σχολείο ως ζωντανό σύστημα, ανακαλύπτουμε ότι πάντα εξελίσσεται.

Πηγή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου