Το πρώτο του έργο, με τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ», τυπώθηκε το 1836. Την ίδια χρονιά, ένα άλλο από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκε και αποτέλεσε την εκκίνηση της σταδιοδρομίας που επρόκειτο να δικαιώσει τη βαθιά πεποίθηση που είχε από τα πρώτα του παιδικά χρόνια ότι επρόκειτο να γίνει μεγάλος. Το Μάρτιο του 1836 κυκλοφόρησαν τα «Χαρτιά του Πίκγουικ», που έγιναν ανάρπαστα από το αναγνωστικό κοινό. Μετά εκδόθηκε ο «Όλιβερ Τουίστ», εμπνευσμένος από όσα είχε δει και γνωρίσει ο Ντίκενς στις περιοδείες του ως ανταποκριτής εφημερίδος.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων αυτών επιτυχιών του, ο Ντίκενς είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Χόγκαρθ και η οικογένειά του μεγάλωσε με γοργό ρυθμό καθώς απέκτησε εννέα παιδιά. Τα οικονομικά του επίσης βελτιώθηκαν πολύ και συνεχώς άλλαζε σπίτι, το ένα πιο μεγάλο από το άλλο.
Η δημοτικότητα του Ντίκενς μεγάλωνε κι αυτή. Έγινε γνωστός στην Αμερική όσο ήταν και στην Αγγλία. Το 1842 διέσχισε τον Ατλαντικό και οι Αμερικανοί τον υποδέχθηκαν με τον χαρακτηριστικό ενθουσιασμό τους. Κι όμως, του νεαρού Ντίκενς οι Αμερικανοί τού φάνηκαν ακαλλιέργητοι και θορυβώδεις, μασούσαν καπνό, είχαν δούλους και δεν σέβονταν την ξένη πνευματική ιδιοκτησία. Δεν δίστασε καθόλου να εκφράσει τις απόψεις του και γυρίζοντας στην Αγγλία έγραψε τις όχι και τόσο κολακευτικές εντυπώσεις από την Αμερική στα «Αμερικάνικα Σημειώματα» (1842) και στο «Μάρτιν Τσάζλγουϊκ» (1843-1844). Το 1843 είχε εκδώσει τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα», έργο που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ αργότερα ακολούθησε το «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», που είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό. Το 1860-1861 εξέδωσε σε σειρές τις «Μεγάλες Προσδοκίες».
Δέκα χρόνια αργότερα ο μεγάλος συγγραφέας θα άφηνε την τελευταία του πνοή. Η σορός του τάφηκε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ.
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου