Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Ιούλιος Βερν. Η διάνοια που ονειρεύτηκε το μέλλον

Εκατό χρόνια μετά το θάνατό του θεωρείται ο πατέρας της επιστημονικής φαντασίας, παρότι ελάχιστα απ’ όσα εμπνεύστηκε έχουν βρει εφαρμογή.

Παρίσι, 1894. Ο Ιούλιος Βερν έχει βουλιάξει στην πολυθρόνα σ’ ένα δωμάτιο του Βιομηχανικού Συλλόγου της Αμιένης. Το πρόσωπό του χαρακώνει μια έκφραση απελπισίας. Έχοντας τα μάτια κλειστά, κάνει έναν απολογισμό της ζωής του: «Το μεγαλύτερο παράπονό μου είναι ότι ποτέ δεν υπήρχε στη γαλλική λογοτεχνία χώρος για μένα…». Αυτά τα πικρά λόγια της συνέντευξης που παραχώρησε στο δημοσιογράφο Ρόμπερτ Σίραντ θα δημοσιεύονταν λίγες εβδομάδες αργότερα στο περιοδικό McClure´s. Γεννημένος στη Νάντη της Γαλλίας, ο συγγραφέας είχε κλείσει τα εξήντα έξι και, μολονότι συχνά τον βασάνιζαν πόνοι, καιγόταν από τον πόθο να ξεπεράσει τα ογδόντα έργα.
Το παράπονό του, το οποίο δεν παρέλειπε να εκφράζει σε κάθε ευκαιρία, ήταν ότι η λογοτεχνία που ανέκαθεν εκπροσωπούσε δε βρήκε ποτέ το χώρο που της αναλογούσε στη γαλλική λογοτεχνία. Ελάχιστη σημασία έδινε στα λόγια παραμυθίας του στενού του φίλου Αλέξανδρου Δουμά, ο οποίος του επαναλάμβανε διαρκώς ότι τα βιβλία του θα έχαιραν άλλης τύχης αν ήταν Αμερικανός ή Βρετανός. Εκτός από το ότι θα είχαν γίνει δημοφιλή στη χώρα του,  θα είχαν μεταφραστεί και στο εξωτερικό και δικαιολογημένα οι συμπατριώτες του θα τον αναγνώριζαν ως έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας.

Μια ζωή πνιγμένη στη μελαγχολία
Αν, ως εκ θαύματος, είχε ζήσει μέχρι το 1972, θα ένιωθε απόλυτα δικαιωμένος, αφού εκείνη τη χρονιά η UNESCO τον ανακήρυξε δεύτερο πιο εμπορικό συγγραφέα παγκοσμίως. Απόδειξη τα έργα του, που μεταφράστηκαν σε 112 γλώσσες.
Οι διηγήσεις για τη ζωή του υπήρξαν συναρπαστικές, ανάλογες των γραπτών και της σύνθετης προσωπικότητάς του. Οι θρύλοι γύρω από το πρόσωπό του είναι αναρίθμητοι. Μια από τις πρώτες βιογράφους του, η Γαλλίδα συγγραφέας Μαργκερίτ Αγιό ντε λα Φιγ, εξέδωσε το 1928 το βιβλίο Ιούλιος Βερν, η Ζωή και το Έργο του. Σ’ αυτό αναφέρει ότι σε ηλικία έντεκα ετών ο μικρός Ιούλιος εξεγέρθηκε στον αυταρχικό του πατέρα κι αποφάσισε να πραγματοποιήσει ένα από τα όνειρά του: να ταξιδέψει με πλοίο στην Ινδία. Ο πατέρας του τον εμπόδισε, τον υποχρέωσε να επιστρέψει στο σπίτι ταπεινωμένος και να ανακοινώσει στη μητέρα του ότι «θα ταξίδευε μόνο στα όνειρά του». Ερευνητές ανακάλυψαν αργότερα ότι η Αγιό ντε λα Φιγ είχε διανθίσει τη βιογραφία του τόσο με αυτό όσο και με άλλα φανταστικά επεισόδια ώστε να πλάσει ένα συναρπαστικό πορτρέτο της προσωπικότητας του Βερν.
Ο νεαρός πια Ιούλιος, επιρρεπής σε κρίσεις κατάθλιψης και φαντασιοπληξίας, απογοήτευσε οικτρά τον πατέρα του, ο οποίος οραματιζόταν να τον δει καταξιωμένο δικηγόρο μετά τις νομικές σπουδές του. Ήδη από την παιδική ηλικία του γιου του, είχε αντιληφθεί τόσο την κλίση του όσο και το πού επρόκειτο να διοχετεύσει τις γνώσεις του – διάβαζε με απληστία και με μεγάλη προσοχή μελέτες φυσικής, αστρονομίας, γεωγραφίας, γεωμετρίας, ζωολογίας, χημείας και μαθηματικών και μελετούσε καθημερινά δεκαπέντε επιστημονικές εκδόσεις και διάφορα δελτία με επίκαιρα θέματα.

Οι χάρτες, το μεγαλύτερο πάθος του
Ο Βερν περιστοιχιζόταν από ειδήμονες όλων των ειδικοτήτων και παρακολουθούσε επισταμένως τα λεγόμενά τους. Κρατούσε σημειώσεις, συνέκρινε στοιχεία, παρατηρούσε σχέδια και χάρτες και κατόπιν αφιερωνόταν στη συγγραφή των έργων του. Ήταν τρομερά σχολαστικός και επιδείκνυε αφάνταστη ψυχραιμία σε αντίθεση με τον πληθωρικό του χαρακτήρα, που τόσο εξόργιζε τους γονείς του.
Τα ταξίδια και οι χάρτες υπήρξαν το μεγαλύτερο πάθος του, μέχρι που συνέβη ένα δραματικό περιστατικό. Ο ανιψιός του τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στην αριστερή γάμπα. Η σφαίρα δεν αφαιρέθηκε ποτέ, με αποτέλεσμα να υποφέρει από χρόνιους πόνους.
Ο Βερν είχε την τύχη να ζήσει σε μια εποχή κατά την οποία σημειώθηκαν σημαντικές κοινωνικές, πολιτιστικές, ιδεολογικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Την περίοδο αυτή σηματοδότησε η δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση, η απελευθέρωση της αγοράς, ο ακραίος υλισμός και η επιστημονική έρευνα. Ο δρόμος που επέλεξε να ακολουθήσει αποδείχθηκε δύσβατος. Το λογοτεχνικό του ύφος ήταν πρωτοποριακό, γεγονός αναμφισβήτητο σήμερα. Στα χρόνια του όμως, που τίποτε δεν ήταν δεδομένο, αναγκάστηκε να έρθει σ’ επαφή με πολλούς εκδοτικούς οίκους μέχρι να εκδώσει τα έργα του. Ακόμα και ο μετέπειτα εκδότης του Ζιλ Ετζέλ είχε απορρίψει το μυθιστόρημά του Παρίσι, 20ός αιώνας, το οποίο έγραψε το 1863, κρίνοντας το περιεχόμενό του μακάβριο και μοιρολατρικό. Στο βιβλίο αυτό ο Βερν περιγράφει μια πόλη του 1960 η οποία ξεχειλίζει από ανθρώπους που συνωστίζονται στο μετρό. Μια πόλη σαστισμένη από τη μιζέρια, το μποτιλιάρισμα και τη θλίψη της πρωτεύουσας, με τα φαξ και άλλες «μηχανές ικανές να κάνουν υπολογισμούς με μεγάλη ταχύτητα» να κατακλύζουν τα γραφεία. Αναφέρεται επίσης σ’ ένα μοντέρνο σύστημα επικοινωνίας που συνδέει τις  χρηματαγορές όλου του κόσμου με τις πολυεθνικές εταιρείες. Σ’ έναν τέτοιο κόσμο οι επιστήμες αποτελούν καυτό θέμα στις αίθουσες διαλέξεων και τα όπλα απειλούν το μέλλον της ανθρωπότητας.
Αφού διάβασε το έργο, ο Ετζέλ τού έστειλε την ακόλουθη παρατήρηση: «Ακόμα κι αν ήσαστε προφήτης, σήμερα κανείς δε θα σας πίστευε διότι απλούστατα δε θα ενδιαφερόταν για τις προβλέψεις σας». Το διήγημα παρέμεινε κλεισμένο στο συρτάρι μέχρι το 1994. Παρά το ατυχές αυτό επεισόδιο, ο Ετζέλ παρέμεινε πάντα φίλος του, βοηθώντάς τον να προσαρμόσει την οπτική του στις ανάγκες της κοινωνίας στην οποία ζούσε.

Ο πατέρας της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας
Ο Βερν παραδινόταν στο πάθος της συγγραφής, κάποιες φορές όμως άγγιζε ζητήματα λιγότερο τεχνικά, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε πολιτικά σφάλματα. Άλλες φορές, πάλι, ο Γάλλος συγγραφέας διέκοπτε τη συγγραφή ενός έργου, γεγονός που μπορούσε να καταστρέψει τις εξαιρετικές σχέσεις του με ξένους εκδότες ή συγγραφείς. Εργαζόταν ακατάπαυστα και η τελειομανία του φαίνεται από μια δήλωσή του: «Δουλεύω με αργούς ρυθμούς και είμαι πάντα ανήσυχος. Γράφω και επανέρχομαι σε κάθε πρόταση μέχρι που να πάρει τη μορφή που επιθυμώ. Ταυτόχρονα, πάντα έχω στο μυαλό μου κι άλλα διηγήματα, πάντα σκέφτομαι νέες ιστορίες». Τον Δουμά τον έβλεπε σαν αδερφό του, όμως διατηρούσε φιλικές σχέσεις και με το συγγραφέα Βικτόρ Μας καθώς και με το μουσικό Αριστίντ Ινιάρ, με τον οποίο δημιούργησαν ένα νέο είδος οπερέτας που αργότερα ανέβηκε επί σκηνής.
Είχε μελετήσει άπαντα τα έργα του Ελισέ Ρεντί και του αστρονόμου-φυσικού Φρανσουά Αραγκό. Θαύμαζε τον Κάρολο Ντίκενς και, παρότι ποτέ δεν μπόρεσε να διαβάσει τις πρωτότυπες εκδόσεις του έργου του επειδή δε γνώριζε αγγλικά, επανερχόταν δεκάδες φορές στις μεταφράσεις τους.
Η ανάγνωση αποτελούσε για τον Βερν διαρκή πηγή έμπνευσης και τον βοήθησε να δημιουργήσει το προσωπικό του λογοτεχνικό ύφος. Στα έργα του συναντάμε οικείες λογοτεχνικές σκηνές από άλλα έργα τόσο επεξεργασμένες, ώστε μετά δυσκολίας τις αναγνωρίζουμε, αφού κρατούν ζωηρό το ενδιαφέρον μας μέχρι την τελευταία σελίδα. Αρκεί να μελετήσουμε τη Μυστηριώδη Νήσο για να κατανοήσουμε την ικανότητα του Βερν να μεταδίδει τον άκρατο ενθουσιασμό του.

Πολλή χημεία, ελάχιστη αναγνώριση
«Χημικό μυθιστόρημα» ονόμαζε ο ίδιος τη Μυστηριώδη Νήσο, συμπληρώνοντας: «Μελετώ χημεία, περνώ το μισό χρόνο μου με καθηγητές χημείας και τον υπόλοιπο στα εργοστάσια χημικών προϊόντων, όπου τα κοστούμια μου λεκιάζονται χωρίς να το πάρω είδηση».
Η αίσθηση του ανικανοποίητου, που πήγαζε από την πεποίθηση ότι δεν τον είχαν αναγνωρίσει οι σύγχρονοί του, τον συνόδευσε μέχρι το θάνατό του. Αρκετές φορές πάντως είχε λάβει κάρτες από την Αμερική με την ένδειξη «Υπόψη κου Ιουλίου Βερν, μέλους της Γαλλικής Ακαδημίας», παράδοξο πράγματι γεγονός αφού ήταν εξόριστος στο σκοτάδι. Παρόλο που το πάθος του για δημιουργία τον βοηθούσε να αντιπαρέρχεται τέτοιου είδους ζητήματα, οι σύγχρονοί του του απέδωσαν την κατώτατη τιμή που άρμοζε σε μεγάλους συγγραφείς.
Οι περίφημες εισαγωγές του κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1875 με την έκδοση του Μιχαήλ Στρογγόφ, η οποία του απέφερε επτά εκατομμύρια φράγκα, και με το Γύρο του Κόσμου σε Ογδόντα Μέρες, που ξεπέρασε τα δέκα εκατομμύρια φράγκα. Απ’ αυτά τα ποσά, ελάχιστο μέρος μπήκε στις τσέπες του ίδιου του συγγραφέα.
«Είμαι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και καλλιτέχνης, όχι επιχειρηματίας» διευκρίνιζε. Όσοι τον γνώριζαν εκτιμούσαν την αίσθηση του χιούμορ του καθώς και τον ιδιοφυή τρόπο γραφής του, είτε επρόκειτο για κάποια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, για μουσική κωμωδία ή για ένα κομμάτι θεατρικής επιθεώρησης.

Το όραμά του για το μέλλον τού προκαλούσε ανατριχίλα
Φωτισμένος άντρας, συγγραφέας ή επιστήμονας; Έναν αιώνα μετά το θάνατό του, το έργο και η προσωπικότητα του Ιουλίου Βερν πυροδοτούν ακόμα  λογομαχίες και ποικίλα σχόλια. Η εκατονταετηρίδα από το θάνατό του ίσως δώσει την κατάλληλη ευκαιρία να αποκατασταθεί η μνήμη του και να αναδειχθούν λεπτομέρειες των έργων του. Σήμερα λειτουργούν δεκάδες ιδρύματα και οργανισμοί αφιερωμένοι στη μελέτη του έργου του. Οι ιστορίες του, πέρα από το ότι είναι διασκεδαστικές, ανέδειξαν μια νέα και ενθουσιώδη προσέγγιση των επιστημών. Ο Βερν, έχοντας προβλέψει ότι η τεχνολογική πρόοδος του μέλλοντος επρόκειτο να μονοπωλήσει το στοχασμό του 20ού αιώνα, ανέδειξε τη φιλοσοφία και τον ανθρωπισμό.
Απεβίωσε στις οκτώ το πρωί της 24ης Μαρτίου του 1905 στην Αμιένη, σε ηλικία 77 ετών. Η είδηση του θανάτου του έκανε το γύρο του κόσμου και εκατοντάδες πρεσβευτές παρευρέθηκαν στην νεκρώσιμη ακολουθία. Το τέλος του ήταν άδοξο, του αποδόθηκαν όμως οι πρέπουσες στρατιωτικές τιμές καθώς είχε διακριθεί με τη Λεγεώνα της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας. Στην επέτειο των εκατό χρόνων από το θάνατό του, η απόδοση φόρου τιμής επαναλήφθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη, δίνοντας νέο νόημα στo ακόλουθο απόφθεγμά του: «Εκείνο που φαντάζεται κάποιος, άλλοι θα μπορέσουν να το κάνουν πραγματικότητα».

Πηγή

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου