Η τεχνολογία έχει μπει σε κάθε τομέα της ζωής του ανθρώπου, άλλοτε απλά διευκολύνοντας και άλλοτε αντικαθιστώντας τον προσωπικό του κόπο. Πολλοί είναι αυτοί που λένε ότι η τεχνολογία και τα ψηφιακά μέσα έχουν αρχίσει να αποβλακώνουν την κοινωνία, ενώ άλλοι λένε ότι την κάνουν εξυπνότερη. Οι έρευνες και οι μελέτες όμως δείχνουν συγκεχυμένα αποτελέσματα.
Ο Βίνσεντ είναι 4 ετών και ζει στην Γερμανία με τους γονείς του. Καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα του παιδικού σταθμού όπου τον έστελναν οι γονείς του, και πετούσε χώματα στα άλλα παιδιά, εκείνοι τον πήγαν σε έναν ψυχολόγο για να τον εξετάσει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Βίνσεντ δεν ήταν χαζός αλλά είχε IQ 133. Αυτό αιτιολόγησε πολλά στους γονείς του: γιατί τους ρωτούσε αντί για τον Γουίνι το αρκουδάκι, για το σύμπαν και την ρομποτική αποστολή στον Άρη. Έτσι τον έχουν γράψει ήδη σε σχολείο για τον επόμενο χρόνο.
Ο Βίνσεντ δεν είναι το μοναδικό τέτοιο παιδί πλέον. Το Ινστιτούτο Mensa στην Βρετανία έχει δεχθεί στους κόλπους του την 4χρονη Χέιντι, που έχει IQ 159 και την 2χρονη Ελίζα με IQ 156. H Ελίζα μπορεί ήδη να γράψει το όνομά της, να πει 35 πρωτεύουσες και να αναγνωρίσει ήδη είδη τριγώνων.
Η Τάνια Μπάουντσον, όμως, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ, στην Γερμανία, που ειδικεύεται στον τομέα των παιδιών με χαρισματική νοημοσύνη τονίζει στο SPIEGEL ότι “τα αποτελέσματα των τεστ νοημοσύνης στις μικρές ηλικίες δεν είναι πολύ αξιόπιστα. Μπορεί αυτά τα παιδιά να είναι τελείως διαφορετικά όταν θα έχουν φτάσει στην εφηβεία”.
Σε κάθε περίπτωση τα τρία αυτά παιδιά αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα ενός φαινομένου που οι ειδικοί έχουν παρατηρήσει τον τελευταίο καιρό παγκοσμίως: από την μια γενιά στην επόμενη τα παιδιά αποδίδουν καλύτερα στα τεστ νοημοσύνης. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, παρατηρείται μια αύξηση της τάξης των 3 μονάδων κάθε δεκαετία.
Αυτό η αυξητική τάση στους δείκτες νοημοσύνης έχει ονομαστεί “φαινόμενο Φλυν”, από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Τζέιμς Φλυν. Ο Φλυν έγραψε τον προηγούμενο μήνα ένα βιβλίο με τίτλο “Γινόμαστε πιο έξυπνοι; Η αύξηση του IQ στον εικοστό αιώνα”.
Στο βιβλίο του παρουσιάζει μια ανάλυση για τις δυνατότητες των τεστ νοημοσύνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η Γερμανία έχει έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης IQ κατά 0,35 μονάδες, ενώ η Βραζιλία και η Τουρκία την ακολουθούν με διπλάσιο ρυθμό αύξησης. Η Κίνα παραμένει στην κορυφή με μέσο όρο στα IQ το 105. Η Κένυα επίσης ακολουθεί ανοδική πορεία, ενώ η Σαουδική Αραβία όχι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Φλυν εξηγεί ότι τα “πετροδολάρια” δεν προσφέρουν κίνητρο για μόρφωση.
Αυτά τα στοιχεία έρχονται ως αντεπιχείρημα σε εκείνους που λένε ότι η κοινωνία αποβλακώνεται.
To 1985 o Αμερικανός θεωρητικός και κριτικός των μίντια, Νιλ Πόστμαν, έλεγε ότι “θα πεθάνουμε από την ψυχαγωγία”. Ο ίδιος κατηγορούσε την τηλεόραση για την μείωση των ικανοτήτων αντίληψης της κοινωνίας.
Ο Γερμανός ψυχολόγος, Μανφρεντ Σπίτζερ, που εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ουλμ, στο τελευταίο του βιβλίο (Digitale Demenz) τονίζει “αποφύγετε τα ψηφιακά μέσα”. “Όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές μας κάνουν χοντρούς, χαζούς, επιθετικούς, μοναχικούς, άρρωστους και θλιμμένους”, αναφέρει ο ψυχολόγος που παρομοιάζει την διδασκαλία με διαδικτυακά μέσα με το να προσφέρει κανείς μπύρα στο παιδί, και την χορήγηση υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία με τον έμπορο ηρωίνης που εθίζει τον χρήστη.
Ο Σπίτζερ χρησιμοποιεί αυτά τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που εξυπηρετούν την λογική του, σύμφωνα με το SPIEGEL. Ο όρος “digitale demenz” προέρχεται από ένα διαδικτυακό τόπο που πριν από πέντε χρόνια είχε διενεργήσει μια έρευνα μεταξύ των μελών του, που έλεγαν ότι δεν θυμούνται πια κανένα τηλέφωνο. Ο Σπίτζερ είχε γράψει το 2005 και το βιβλίο “Προσοχή! Οθόνη!”. Από τότε το μέσο επίπεδο IQ στην Γερμανία ανέβηκε κατά 2 μονάδες.
Νέοι δρόμοι σκέψης
To 1917 o Γουίλιαμ Στέρν, ψυχολόγος στο Αμβούργο, ανέλαβε να επιλέξει 1000 παιδιά από το σύνολο των 20000 για να παρακολουθήσουν προηγμένα μαθήματα στο σχολείο. Ο ίδιος δεν βασίστηκε μόνο στα αποτελέσματα των τεστ νοημοσύνης αλλά παρακολούθησε τα παιδιά μέσα στις τάξεις.
Ο Λούις Τέρμαν, ψυχολόγος του Στάνφορντ, παρακολουθούσε μια ομάδα 1500 παιδιών για αρκετές δεκαετίες. Αυτά τα παιδιά μικρά είχαν υψηλό IQ αλλά δεν εξελίχθηκαν σε νέοι Αϊνστάϊν αλλά έζησαν μια κανονική ζωή. Μάλιστα, δεν τα πήγαν περίφημα ούτε στον επαγγελματικό τους χώρο. Ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίδιο χρήσιμο με την υψηλή νοημοσύνη είναι και η αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος καλλιεργήσει.
Ο Φλυν τονίζει ότι η καλύτερη αντίληψη και κατανόηση των πραγμάτων δεν φαίνεται μόνο από τις αυξητικές τάσεις των IQ. Φαίνεται κυρίως από την ικανότητα που δείχνει πλέον η κοινωνία να σκέφτεται πιο επιστημονικά γεγονός που της επιτρέπει να λογαριάζει καλύτερα υποθετικά σενάρια και καταστάσεις. “Κάποτε οι κοινωνίες σκέφτονταν πολύ πιο πρακτικά και δομημένα”, δηλώνει ο Φλυν.
Η σκέψη πλάθεται σύμφωνα με τον Φλυν. “Εάν ρωτήσω έναν βοσκό τι συνδέει ένα λιοντάρι και ένα πρόβατο, μπορεί να απαντήσει πως το λιοντάρι τρώει το πρόβατο. Η σωστή απάντηση για το τεστ όμως είναι ότι και τα δυο είναι θηλαστικά”.
Επίσης, ο πολιτικός επιστήμονας τονίζει ότι χρειάζεται φαντασία για να ερμηνεύσει κανείς κοινωνιολογικά τα αποτελέσματα ερευνών για την ανθρώπινη νοημοσύνη. Στις περισσότερες χώρες τα κορίτσια είναι το ίδιο έξυπνα με τα αγόρια. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Αφροαμερικανοί υστερούν σε νοητικότητα των λευκών μόνο στις περιπτώσεις που ζουν υπό δύσκολες συνθήκες. Για παράδειγμα καμία διαφορά δεν είχαν τα παιδιά των Αφροαμερικανών στρατιωτών στην Γερμανία με τα γηγενή παιδιά.
Το χάσμα των γενεών
Ο Φλυν θεωρούσε ότι το 1990 το επίπεδο νοημοσύνης είχε φτάσει στο ανώτατο σημείο. Όμως η αυξητική τάση που παρατηρείται τον έχει εκπλήξει θετικά.
Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι ακόμη και αν οι νέοι πλέον μπορούν να λύσουν έναν οπτικό ή λογικό γρίφο πιο γρήγορα από ότι στο παρελθόν, το λεξιλόγιό τους είναι πολύ φτωχό.
“Λεξιλογικά οι γενεές χωρίζονται όλο και περισσότερο”, δηλώνει ο Φλυν. “Οι νέοι συνεχίζουν να καταλαβαίνουν τους γονείς τους αλλά δεν τους αντιγράφουν πια. Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό γιατί στέλνουν διαρκώς σύντομα μηνύματα μεταξύ τους είτε στα κινητά τηλέφωνα είτε στο Facebook, και σπανίως διαβάζουν βιβλία”.
Τον Τζέιμς Φλυν, πάντως, τον απασχολεί και ένα άλλο παράλληλο φαινόμενο: όλοι όσοι έχουν υψηλό IQ στην αρχή καταλήγουν μετά να το χάνουν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα. Η μόνη λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η διαρκής άσκηση του μυαλού, ακόμη και με την βοήθεια των σύγχρονων μίντια.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Οσβάλντο Αλμέιδα, ένας Αυστραλέζος καθηγητής γηριατρικής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας, στο Περθ, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του: όσοι έλαβαν μέρος και χρησιμοποιούσαν υπολογιστές είχαν 30% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια.
Πηγη
Ο Βίνσεντ είναι 4 ετών και ζει στην Γερμανία με τους γονείς του. Καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα του παιδικού σταθμού όπου τον έστελναν οι γονείς του, και πετούσε χώματα στα άλλα παιδιά, εκείνοι τον πήγαν σε έναν ψυχολόγο για να τον εξετάσει. Το αποτέλεσμα ήταν ότι ο Βίνσεντ δεν ήταν χαζός αλλά είχε IQ 133. Αυτό αιτιολόγησε πολλά στους γονείς του: γιατί τους ρωτούσε αντί για τον Γουίνι το αρκουδάκι, για το σύμπαν και την ρομποτική αποστολή στον Άρη. Έτσι τον έχουν γράψει ήδη σε σχολείο για τον επόμενο χρόνο.
Ο Βίνσεντ δεν είναι το μοναδικό τέτοιο παιδί πλέον. Το Ινστιτούτο Mensa στην Βρετανία έχει δεχθεί στους κόλπους του την 4χρονη Χέιντι, που έχει IQ 159 και την 2χρονη Ελίζα με IQ 156. H Ελίζα μπορεί ήδη να γράψει το όνομά της, να πει 35 πρωτεύουσες και να αναγνωρίσει ήδη είδη τριγώνων.
Η Τάνια Μπάουντσον, όμως, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τρίερ, στην Γερμανία, που ειδικεύεται στον τομέα των παιδιών με χαρισματική νοημοσύνη τονίζει στο SPIEGEL ότι “τα αποτελέσματα των τεστ νοημοσύνης στις μικρές ηλικίες δεν είναι πολύ αξιόπιστα. Μπορεί αυτά τα παιδιά να είναι τελείως διαφορετικά όταν θα έχουν φτάσει στην εφηβεία”.
Σε κάθε περίπτωση τα τρία αυτά παιδιά αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα ενός φαινομένου που οι ειδικοί έχουν παρατηρήσει τον τελευταίο καιρό παγκοσμίως: από την μια γενιά στην επόμενη τα παιδιά αποδίδουν καλύτερα στα τεστ νοημοσύνης. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, παρατηρείται μια αύξηση της τάξης των 3 μονάδων κάθε δεκαετία.
Αυτό η αυξητική τάση στους δείκτες νοημοσύνης έχει ονομαστεί “φαινόμενο Φλυν”, από τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα Τζέιμς Φλυν. Ο Φλυν έγραψε τον προηγούμενο μήνα ένα βιβλίο με τίτλο “Γινόμαστε πιο έξυπνοι; Η αύξηση του IQ στον εικοστό αιώνα”.
Στο βιβλίο του παρουσιάζει μια ανάλυση για τις δυνατότητες των τεστ νοημοσύνης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει η Γερμανία έχει έναν ετήσιο ρυθμό αύξησης IQ κατά 0,35 μονάδες, ενώ η Βραζιλία και η Τουρκία την ακολουθούν με διπλάσιο ρυθμό αύξησης. Η Κίνα παραμένει στην κορυφή με μέσο όρο στα IQ το 105. Η Κένυα επίσης ακολουθεί ανοδική πορεία, ενώ η Σαουδική Αραβία όχι. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ο Φλυν εξηγεί ότι τα “πετροδολάρια” δεν προσφέρουν κίνητρο για μόρφωση.
Αυτά τα στοιχεία έρχονται ως αντεπιχείρημα σε εκείνους που λένε ότι η κοινωνία αποβλακώνεται.
To 1985 o Αμερικανός θεωρητικός και κριτικός των μίντια, Νιλ Πόστμαν, έλεγε ότι “θα πεθάνουμε από την ψυχαγωγία”. Ο ίδιος κατηγορούσε την τηλεόραση για την μείωση των ικανοτήτων αντίληψης της κοινωνίας.
Ο Γερμανός ψυχολόγος, Μανφρεντ Σπίτζερ, που εργάζεται στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ουλμ, στο τελευταίο του βιβλίο (Digitale Demenz) τονίζει “αποφύγετε τα ψηφιακά μέσα”. “Όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές μας κάνουν χοντρούς, χαζούς, επιθετικούς, μοναχικούς, άρρωστους και θλιμμένους”, αναφέρει ο ψυχολόγος που παρομοιάζει την διδασκαλία με διαδικτυακά μέσα με το να προσφέρει κανείς μπύρα στο παιδί, και την χορήγηση υπολογιστών στα δημοτικά σχολεία με τον έμπορο ηρωίνης που εθίζει τον χρήστη.
Ο Σπίτζερ χρησιμοποιεί αυτά τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που εξυπηρετούν την λογική του, σύμφωνα με το SPIEGEL. Ο όρος “digitale demenz” προέρχεται από ένα διαδικτυακό τόπο που πριν από πέντε χρόνια είχε διενεργήσει μια έρευνα μεταξύ των μελών του, που έλεγαν ότι δεν θυμούνται πια κανένα τηλέφωνο. Ο Σπίτζερ είχε γράψει το 2005 και το βιβλίο “Προσοχή! Οθόνη!”. Από τότε το μέσο επίπεδο IQ στην Γερμανία ανέβηκε κατά 2 μονάδες.
Νέοι δρόμοι σκέψης
To 1917 o Γουίλιαμ Στέρν, ψυχολόγος στο Αμβούργο, ανέλαβε να επιλέξει 1000 παιδιά από το σύνολο των 20000 για να παρακολουθήσουν προηγμένα μαθήματα στο σχολείο. Ο ίδιος δεν βασίστηκε μόνο στα αποτελέσματα των τεστ νοημοσύνης αλλά παρακολούθησε τα παιδιά μέσα στις τάξεις.
Ο Λούις Τέρμαν, ψυχολόγος του Στάνφορντ, παρακολουθούσε μια ομάδα 1500 παιδιών για αρκετές δεκαετίες. Αυτά τα παιδιά μικρά είχαν υψηλό IQ αλλά δεν εξελίχθηκαν σε νέοι Αϊνστάϊν αλλά έζησαν μια κανονική ζωή. Μάλιστα, δεν τα πήγαν περίφημα ούτε στον επαγγελματικό τους χώρο. Ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ίδιο χρήσιμο με την υψηλή νοημοσύνη είναι και η αυτοπεποίθηση που έχει κάποιος καλλιεργήσει.
Ο Φλυν τονίζει ότι η καλύτερη αντίληψη και κατανόηση των πραγμάτων δεν φαίνεται μόνο από τις αυξητικές τάσεις των IQ. Φαίνεται κυρίως από την ικανότητα που δείχνει πλέον η κοινωνία να σκέφτεται πιο επιστημονικά γεγονός που της επιτρέπει να λογαριάζει καλύτερα υποθετικά σενάρια και καταστάσεις. “Κάποτε οι κοινωνίες σκέφτονταν πολύ πιο πρακτικά και δομημένα”, δηλώνει ο Φλυν.
Η σκέψη πλάθεται σύμφωνα με τον Φλυν. “Εάν ρωτήσω έναν βοσκό τι συνδέει ένα λιοντάρι και ένα πρόβατο, μπορεί να απαντήσει πως το λιοντάρι τρώει το πρόβατο. Η σωστή απάντηση για το τεστ όμως είναι ότι και τα δυο είναι θηλαστικά”.
Επίσης, ο πολιτικός επιστήμονας τονίζει ότι χρειάζεται φαντασία για να ερμηνεύσει κανείς κοινωνιολογικά τα αποτελέσματα ερευνών για την ανθρώπινη νοημοσύνη. Στις περισσότερες χώρες τα κορίτσια είναι το ίδιο έξυπνα με τα αγόρια. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι Αφροαμερικανοί υστερούν σε νοητικότητα των λευκών μόνο στις περιπτώσεις που ζουν υπό δύσκολες συνθήκες. Για παράδειγμα καμία διαφορά δεν είχαν τα παιδιά των Αφροαμερικανών στρατιωτών στην Γερμανία με τα γηγενή παιδιά.
Το χάσμα των γενεών
Ο Φλυν θεωρούσε ότι το 1990 το επίπεδο νοημοσύνης είχε φτάσει στο ανώτατο σημείο. Όμως η αυξητική τάση που παρατηρείται τον έχει εκπλήξει θετικά.
Βέβαια, πρέπει να επισημανθεί ότι ακόμη και αν οι νέοι πλέον μπορούν να λύσουν έναν οπτικό ή λογικό γρίφο πιο γρήγορα από ότι στο παρελθόν, το λεξιλόγιό τους είναι πολύ φτωχό.
“Λεξιλογικά οι γενεές χωρίζονται όλο και περισσότερο”, δηλώνει ο Φλυν. “Οι νέοι συνεχίζουν να καταλαβαίνουν τους γονείς τους αλλά δεν τους αντιγράφουν πια. Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό γιατί στέλνουν διαρκώς σύντομα μηνύματα μεταξύ τους είτε στα κινητά τηλέφωνα είτε στο Facebook, και σπανίως διαβάζουν βιβλία”.
Τον Τζέιμς Φλυν, πάντως, τον απασχολεί και ένα άλλο παράλληλο φαινόμενο: όλοι όσοι έχουν υψηλό IQ στην αρχή καταλήγουν μετά να το χάνουν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα. Η μόνη λύση, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η διαρκής άσκηση του μυαλού, ακόμη και με την βοήθεια των σύγχρονων μίντια.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Οσβάλντο Αλμέιδα, ένας Αυστραλέζος καθηγητής γηριατρικής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας, στο Περθ, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του: όσοι έλαβαν μέρος και χρησιμοποιούσαν υπολογιστές είχαν 30% λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν άνοια.
Πηγη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου